ετερόκεντρος

ετερόκεντρος
ετερόκεντρος, -η, -ο και ετεροκεντρικός, -ή, -ό
εκείνος που οι ακτίνες του δε συναντώνται στο κέντρο, αλλά ούτε και είναι παράλληλες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ετερόκεντρος — η, ο (για φωτεινή πηγή) αυτός τού οποίου οι ακτίνες δεν τέμνονται σε κοινό κέντρο και δεν είναι παράλληλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κέντρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα] …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετεροκεντρικός — ή, ό ο ετερόκεντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterocentric < hetero (πρβλ. ετερο *) + centric (πρβλ. κεντρικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”